εξαφήνω

εξαφήνω
και ξαφήνω (AM ἐξαφίημι
Μ και ἐξαφήνω) [αφίημι]
1. αφήνω, εγκαταλείπω, παραλείπω («ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τά εξαφήκα», «ἐξάφει τὰ συχνὰ λουτρά»)
2. αφήνω, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά
μσν.- νεοελλ.
1. εγκαταλείπω, παρατώ
2. αποκηρύσσω
νεοελλ.
1. αδιαφορώ για κάποιον
2. φρ. «ξαφήνω την πνοή μου» — πεθαίνω
3. επιτρέπω
μσν.
1. παραχωρώ
2. ξαποστέλνω, φονεύω
αρχ.
1. εξακοντίζω
2. στέλνω
3. σπαταλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”